- μηδέτερος
- -α, -ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, -έρα, -ον)(αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.).επίρρ...μηδετέρως (Α)ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε έτσι ούτε αλλιώς («ούδ' ἂν μηδετέρως ἔχοντες», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ἕτερος (πρβλ. ουδ-έτερος)].
Dictionary of Greek. 2013.